Αναποτελεσματικότητα των ΣΔΙΤ στη Χρηματοδότηση της Κοινωνικής Αντιπαροχής
Ο τίτλος του πρόσφατου άρθρου του Πρωθυπουργού: «Τα όπλα μας στην μάχη με την στεγαστική κρίση» εγείρει σημαντικά ερωτήματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά από τόσα χρόνια, αναγνωρίζει – έστω και καθυστερημένα – την ύπαρξη **μείζοντος ζητήματος** κρίσης. Υπογραμμίζει ότι η στέγαση αποτελεί **δικαίωμα** και χρησιμοποιεί τη λέξη «όπλα» για να αναφερθεί στα μέτρα που προτίθεται να πάρει η κυβέρνηση. Όμως, αυτό δείχνει επίσης την αδυναμία των μέχρι σήμερα μέτρων να προσφέρουν **μακροπρόθεσμες** λύσεις στην κρίση αυτή. Ο Πρωθυπουργός γνωρίζει πώς συχνά οι εξαγγέλλες πολιτικές αναθεωρούνται λόγω αποτυχιών.
Καλοπροαίρετα σκεπτόμενος, μπορεί να μην είναι αποκλειστική ευθύνη του Πρωθυπουργού το γεγονός ότι οι σχεδιαστές πολιτικών στερούνται εμπειρίας και **δημιουργικής σκέψης**. Είναι ωστόσο, ευθύνη του που χρειάστηκαν έξι χρόνια για να παραδεχθεί ότι υπάρχει κρίση. Μια ευθύνη που συχνά **δυσλειτουργεί** στην υλοποίηση μακροχρόνιων προγραμμάτων ανάπτυξης και κοινωνικής ισορροπίας, όταν σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το **37%** του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού κατευθύνεται προς τη στέγαση. Η μελέτη της Morgan Stanley υπογραμμίζει ότι οι τιμές στέγασης σημειώνουν εγχώριο πληθωρισμό **10%**, σε σύγκριση με **2,5%** στην Ε.Ε.
Η δήλωση του Πρωθυπουργού ότι «δεν καταγράφουμε απλώς το πρόβλημα, αλλά το αντιμετωπίζουμε με αποφασιστική δράση και στοχευμένα μέτρα» μπορεί να εκληφθεί ως ευγενής πρόθεση. Ωστόσο, στην πράξη, οι εξαγγελίες αυτές έχουν αποδειχθεί κενές περιεχομένου, χωρίς φαντασία και χωρίς την ικανότητα να διαμορφώσουν **ουσιαστική παρέμβαση** στην κρίση.
Η επεξεργασία του νομοσχεδίου από την Υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, που στοχεύει στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών 5.000 ατόμων μέσω ΣΔΙΤ, δεν φαίνεται να παράγει βιώσιμο πλαίσιο. Πιο ουσιαστικά, αποφεύγει να αναζητήσει **νέα χρηματοδοτικά εργαλεία** που θα μπορούσαν να μειώσουν τη συμμετοχή ιδιωτών, αναγνωρίζοντας την χρηματοδοτική συμβολή Δήμων και Περιφερειών. Η παραχώρηση του 70% των κατοικιών υπό τη μορφή **αντιπαροχής** σε ιδιώτες φαίνεται να αφαιρεί την κοινωνική διάσταση του ζητήματος, δημιουργώντας **ρηγματώσεις** και νέα προβλήματα.
Η φιλοσοφία που προτείνει η Υπουργός για τη δημιουργία ενός φορέα “διαχείρισης” με στόχο τον συντονισμό ενός προγράμματος κοινωνικής κατοικίας, αποδεικνύει ότι οι λύσεις αναζητούνται σε **συμβάσεις** που εμπλέκουν ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς να έχει αξιοποιηθεί η συνεργασία με τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί καταργήθηκε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, ένας φορέας με πλούσια εμπειρία στην κατασκευή οικισμών.
Είναι επιτακτική ανάγκη οι πολιτικές να σχεδιαστούν με βάση την κατηγοριοποίηση των αναγκών και την στόχευση ενσωμάτωσης ακινήτων. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο-κλειδί στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών. Μετά από έξι χρόνια, η ερώτηση είναι τι αποτύπωμα θα έχει η αναμονή για την εκκίνηση διαγωνισμών για τη διάθεση περίπου **1.600 αναξιοποίητων** δημοσίων ακινήτων το 2025. Έχει γίνει αντιληπτό ότι τέτοιες διαδικασίες, υπό συνθήκες περιορισμένης χρηματοδότησης, ευνοούν μόνο τους ιδιώτες και τους εργολάβους και ελάχιστα προσφέρουν στην κοινωνία;
Η στήριξη μέσω του Σχεδίου Δράσης για την Στέγαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) αποτελεί θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η τοποθέτηση του Αντιπροέδρου κ. Τσακίρη ότι το κρίσιμο βήμα είναι «η δυνατότητα στους δήμους και τους ιδιώτες επενδυτές να δημιουργήσουν προσιτές κατοικίες» έρχεται σε αντίθεση με τη νομοθετική πρόταση της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται να απομακρύνει τους δήμους από κάθε **δραστηριότητα**.
Η ευθύνη της κυβέρνησης και οι πιέσεις από τράπεζες που συχνά αποδεικνύονται αδύναμοι κρίκοι στην υποστήριξη αυτών των έργων, επικεντρώνονται στην αποφυγή υποστήριξης χρηματοδοτικών εργαλείων που σε άλλες χώρες είναι θεμελιώδεις. Ιδανικά, η δημιουργία δημοτικών ή περιφερειακών ομολόγων θα μπορούσε να προσφέρει δρόμο χρηματοδότησης έργων που προσβλέπουν στη στήριξη της τοπικής κοινωνίας.
Η απαραίτητη συνεργασία μεταξύ κράτους, δήμων και νέων φορέων χρηματοδότησης είναι επιτακτική. Η συμμετοχή των ιδιωτών θα πρέπει να είναι **συμπληρωματική** και όχι η κύρια λύση. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι πρωτοβουλίες όπως το **«Σπίτι μου 1»** απέτυχαν και το **«Σπίτι μου 2»** δεν είναι ικανό να αποδώσει, μιας και η αγορά διαθέτει ελάχιστα διαθέσιμα ακίνητα. Χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα κίνητρα για να εμπλακούν οι ιδιοκτήτες στην ενοικίαση οικιών.
Χωρίς αμφιβολία, η διαφορά στην πολιτική των χωρών, όπως η Ισπανία που ανακοίνωσε σχέδιο για την κατασκευή **180.000 κατοικιών** κοινωνικής στέγασης, και η ελληνική πραγματικότητα όπου η κυβέρνηση προσφέρει επιδόματα, αναδεικνύει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Αντί να αναλάβει το κόστος κατασκευής κατοικιών με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, η ελληνική κυβέρνηση προωθεί λύσεις χωρίς ουσιαστικό **αποτύπωμα**.
Ήρθε η στιγμή να αναπτυχθούν νέα χρηματοδοτικά εργαλεία που μέχρι τώρα παραμένουν ανεκμετάλλευτα. % Αυτό είναι αναγκαίο για την ανάπτυξη μιας αποκεντρωμένης ατζέντας που θα στηρίξει μακροχρόνιες στρατηγικές ανάπτυξης. Χωρίς στέγη, όμως, το όποιο αναπτυξιακό σχέδιο θα αξιολογείται ως μη βιώσιμο.